- ἀπάτερθε(ν)
- ἀπ-άτερθε(ν), (ἄτερ): apart, away from; ὁμίλου, Il. 5.445.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
απάτερθε(ν) — ἀπάτερθε(ν) επίρρ. (Α) 1. χωριστά, χώρια 2. μακριά από κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άτερθε(ν) «χωριστά, μακριά»] … Dictionary of Greek
ἀπάτερθε — apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτερθεν — ἀπάτερθε apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)